Ένορκος στα εσθονικά

Μετάφραση: ένορκος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vandekohtunik, vandemees, juror, kohtunikuks, Asetäitja
Ένορκος στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένορκος

ένορκος δήλωση, η ένορκος, ένορκος σε δικαστήριο, τακτικός ένορκος, ο ένορκος, ένορκος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ένορκος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • έννοια στα εσθονικά - muretsema, vaevama, idee, tähendus, tähendab, mis tähendab
  • ένοικος στα εσθονικά - üürnik, asukas, rentnik, üürniku, üürnikule, rentniku
  • ένοχος στα εσθονικά - süüdi, süüdlaslik, seaduserikkuja, süüdlane, raskelt, süü, on süüdi
  • ένσταση στα εσθονικά - viivitama, vastulause, vastuväide, vastuväite, vastuväiteid, vastuväidet, vastuväited
Τυχαίες λέξεις
Ένορκος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vandekohtunik, vandemees, juror, kohtunikuks, Asetäitja