Ένορκος στα πολωνικά

Μετάφραση: ένορκος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ławnik, sędzia, juror, jurorem, jurorów, z jurorów
Ένορκος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένορκος

ένορκος δήλωση, η ένορκος, ένορκος σε δικαστήριο, τακτικός ένορκος, ο ένορκος, ένορκος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ένορκος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • έννοια στα πολωνικά - troska, koncept, pomysł, doskwierać, zmartwienie, zmartwić, pojęcie, ...
  • ένοικος στα πολωνικά - lokator, najemca, dzierżawca, wynajemca, dzierżawić, najemcą, najemcy
  • ένοχος στα πολωνικά - winny, obrażanie, odpowiedzialny, winowajca, karygodny, winien, przestępca, ...
  • ένσταση στα πολωνικά - sprzeciw, obiekcja, sprzeciwiać, wątpliwość, zarzut, sprzeciwu, zastrzeżenie, ...
Τυχαίες λέξεις
Ένορκος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ławnik, sędzia, juror, jurorem, jurorów, z jurorów