Ένορκος στα ισλανδικά
Μετάφραση: ένορκος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
juror
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένορκος
ένορκος δήλωση, η ένορκος, ένορκος σε δικαστήριο, τακτικός ένορκος, ο ένορκος, ένορκος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ένορκος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- έννοια στα ισλανδικά - sem þýðir, þýðir, þýðir að, sem þýðir að, merkingu
- ένοικος στα ισλανδικά - leigjandi, leigjanda, leigjandinn, leigjanda er, að leigjandi
- ένοχος στα ισλανδικά - sekur, sekir, sektarkennd, gerst sekur, sektar
- ένσταση στα ισλανδικά - mótmæli, andmæli, mótmælin, mótmælum, andmælin
Τυχαίες λέξεις
Ένορκος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: juror
Μεταφράσεις: juror