Ένορκος στα δανικά

Μετάφραση: ένορκος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nævning, jurymedlem, være nævning
Ένορκος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένορκος

ένορκος δήλωση, η ένορκος, ένορκος σε δικαστήριο, τακτικός ένορκος, ο ένορκος, ένορκος λεξικό γλώσσας δανικά, ένορκος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έννοια στα δανικά - betydning, begreb, betyder, hvilket betyder, mening
  • ένοικος στα δανικά - lejer, lejeren, forpagteren, forpagter, lejerens
  • ένοχος στα δανικά - skyldig, skyldige, sig skyldig, begået, skyld
  • ένσταση στα δανικά - indvending, indsigelse, indvendinger, indsigelser, indsigelsen
Τυχαίες λέξεις
Ένορκος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nævning, jurymedlem, være nævning