Ετυμολογία στα γαλλικά

Μετάφραση: ετυμολογία, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étymologie, l'étymologie, étymologique
Ετυμολογία στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ετυμολογία

ετυμολογία λέξεων online, ετυμολογία επιθέτου, ετυμολογία αλέξανδρος, ετυμολογία αρχέγονος, ετυμολογία με κάρτες, ετυμολογία λεξικό γλώσσας γαλλικά, ετυμολογία στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ετοιμότητα στα γαλλικά - éveil, vivacité, vigilance, empressement, préparation, volonté, état de préparation, ...
  • ετυμηγορία στα γαλλικά - sens, avis, verdict, condamnation, décret, sentence, opinion, ...
  • ευάερος στα γαλλικά - éthéré, évaporé, venteux, étourdi, pneumatique, agile, vaporeux, ...
  • ευάλωτος στα γαλλικά - passible, impressionnable, vulnérable, désarmé, sensible, vulnérables, vulnérabilité, ...
Τυχαίες λέξεις
Ετυμολογία στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: étymologie, l'étymologie, étymologique