Ετυμολογία στα γερμανικά
Μετάφραση: ετυμολογία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
etymologie, Etymologie, die Etymologie, etymology, der Etymologie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ετυμολογία
ετυμολογία λέξεων online, ετυμολογία επιθέτου, ετυμολογία αλέξανδρος, ετυμολογία αρχέγονος, ετυμολογία με κάρτες, ετυμολογία λεξικό γλώσσας γερμανικά, ετυμολογία στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ετοιμότητα στα γερμανικά - wachsamkeit, Bereitschaft, bereit, die Bereitschaft
- ετυμηγορία στα γερμανικά - spruch, urteilsspruch, Urteil, Urteilsspruch, Verdikt
- ευάερος στα γερμανικά - immateriell, luftig, lässig, ätherisch, luftigen, luftige, luftiges, ...
- ευάλωτος στα γερμανικά - ungeschützt, empfindlich, angreifbar, verletzbar, gefährdet, verwundbar, verletzlich, ...
Τυχαίες λέξεις
Ετυμολογία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: etymologie, Etymologie, die Etymologie, etymology, der Etymologie
Μεταφράσεις: etymologie, Etymologie, die Etymologie, etymology, der Etymologie