Ετυμολογία στα τσεχικά
Μετάφραση: ετυμολογία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
etymologie, etymologii, etymology, etymologií
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ετυμολογία
ετυμολογία λέξεων online, ετυμολογία επιθέτου, ετυμολογία αλέξανδρος, ετυμολογία αρχέγονος, ετυμολογία με κάρτες, ετυμολογία λεξικό γλώσσας τσεχικά, ετυμολογία στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ετοιμότητα στα τσεχικά - ostražitost, bdělost, připravenost, připravenosti, ochota, pohotovost, ochotu
- ετυμηγορία στα τσεχικά - ortel, výrok, rozhodnutí, mínění, názor, soud, rozsudek, ...
- ευάερος στα τσεχικά - větrný, nadýchaný, vzduchový, vzdušný, povrchní, lehkomyslný, živý, ...
- ευάλωτος στα τσεχικά - citlivý, zranitelný, bezbranný, zranitelné, zranitelná, zranitelnější, zranitelní
Τυχαίες λέξεις
Ετυμολογία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: etymologie, etymologii, etymology, etymologií
Μεταφράσεις: etymologie, etymologii, etymology, etymologií