Ετυμολογία στα ισλανδικά
Μετάφραση: ετυμολογία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
orðsifjafræði
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ετυμολογία
ετυμολογία λέξεων online, ετυμολογία επιθέτου, ετυμολογία αλέξανδρος, ετυμολογία αρχέγονος, ετυμολογία με κάρτες, ετυμολογία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ετυμολογία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ετοιμότητα στα ισλανδικά - reiðubúin, vilji, reiðubúinn, reiðubúin til, væri reiðubúinn
- ετυμηγορία στα ισλανδικά - dómur, úrskurður, dóm, dómurinn, dómar
- ευάερος στα ισλανδικά - Airy, loftgóður, loftmikil, loftgóð
- ευάλωτος στα ισλανδικά - viðkvæm, viðkvæmt, varnarlaus, berskjölduð, viðkvæmari
Τυχαίες λέξεις
Ετυμολογία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: orðsifjafræði
Μεταφράσεις: orðsifjafræði