Ετυμολογία στα νορβηγικά

Μετάφραση: ετυμολογία, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etymologi, etymology, etymologien, etymologiske
Ετυμολογία στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ετυμολογία

ετυμολογία λέξεων online, ετυμολογία επιθέτου, ετυμολογία αλέξανδρος, ετυμολογία αρχέγονος, ετυμολογία με κάρτες, ετυμολογία λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ετυμολογία στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • ετοιμότητα στα νορβηγικά - beredskap, vilje, rede, villighet, beredskaps
  • ετυμηγορία στα νορβηγικά - dom, dommen, kjennelse, kjennelsen
  • ευάερος στα νορβηγικά - luftig, luftige
  • ευάλωτος στα νορβηγικά - følsom, sårbar, sårbare, utsatt, sårbart, utsatte
Τυχαίες λέξεις
Ετυμολογία στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: etymologi, etymology, etymologien, etymologiske