Ετυμολογία στα ουκρανικά
Μετάφραση: ετυμολογία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
етимологія, Споріднені слова, Споріднені
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ετυμολογία
ετυμολογία λέξεων online, ετυμολογία επιθέτου, ετυμολογία αλέξανδρος, ετυμολογία αρχέγονος, ετυμολογία με κάρτες, ετυμολογία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ετυμολογία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ετοιμότητα στα ουκρανικά - пильність, готовність
- ετυμηγορία στα ουκρανικά - вердикт, вирок
- ευάερος στα ουκρανικά - повітряна, повітряне, легковажний, повітряний, повітряну
- ευάλωτος στα ουκρανικά - уразливість, уразливий, вразливий, вразлива, найвразливіший, найуразливіший
Τυχαίες λέξεις
Ετυμολογία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: етимологія, Споріднені слова, Споріднені
Μεταφράσεις: етимологія, Споріднені слова, Споріднені