Άμυλο στα γερμανικά
Μετάφραση: άμυλο, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stärke, speisestärke, wäschestärke, stärken, Stärke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμυλο
άμυλο χημικός τύπος, άμυλο τροφές, άμυλο ασπρόπυργος, άμυλο καλαμποκιού, άμυλο ταπιόκας, άμυλο λεξικό γλώσσας γερμανικά, άμυλο στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- άμπωτη στα γερμανικά - ebbe, Ebbe, ebb
- άμυαλος στα γερμανικά - hirnlos, hirnlose, hirnlosen, brainless, hirnloser
- άμυνα στα γερμανικά - verteidigung, abwehr, Verteidigung, Abwehr, Verteidigungs
- άναρθρος στα γερμανικά - unartikuliert, undeutlich, unartikulierte, unartikulierten, unartikuliertes
Τυχαίες λέξεις
Άμυλο στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: stärke, speisestärke, wäschestärke, stärken, Stärke
Μεταφράσεις: stärke, speisestärke, wäschestärke, stärken, Stärke