Άμυλο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: άμυλο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крухмал, крахмал
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμυλο
άμυλο χημικός τύπος, άμυλο τροφές, άμυλο ασπρόπυργος, άμυλο καλαμποκιού, άμυλο ταπιόκας, άμυλο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, άμυλο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- άμπωτη στα λευκορωσικά - пускаць, адліў
- άμυαλος στα λευκορωσικά - бязмозглы, бязмозгі, Чыста, дурны
- άμυνα στα λευκορωσικά - абароны
- άναρθρος στα λευκορωσικά - невыразны, усхваляваны, цьмяны, ціхенькі, няўцямны
Τυχαίες λέξεις
Άμυλο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: крухмал, крахмал
Μεταφράσεις: крухмал, крахмал