Άμυλο στα δανικά
Μετάφραση: άμυλο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stivelse, stive, af stivelse, stivelsen, stivelse på
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμυλο
άμυλο χημικός τύπος, άμυλο τροφές, άμυλο ασπρόπυργος, άμυλο καλαμποκιού, άμυλο ταπιόκας, άμυλο λεξικό γλώσσας δανικά, άμυλο στα δανικά
Μεταφράσεις
- άμπωτη στα δανικά - ebbe, ebb
- άμυαλος στα δανικά - hjernedøde, brainless, hjerneløse
- άμυνα στα δανικά - forsvar, forsvaret, forsvars, forsvarsspiller, forsvaret op
- άναρθρος στα δανικά - uartikulerede, umælende, uartikuleret, inarticulate
Τυχαίες λέξεις
Άμυλο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stivelse, stive, af stivelse, stivelsen, stivelse på
Μεταφράσεις: stivelse, stive, af stivelse, stivelsen, stivelse på