Άμυλο στα σουηδικά
Μετάφραση: άμυλο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stärkelse, stärkelsen, av stärkelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμυλο
άμυλο χημικός τύπος, άμυλο τροφές, άμυλο ασπρόπυργος, άμυλο καλαμποκιού, άμυλο ταπιόκας, άμυλο λεξικό γλώσσας σουηδικά, άμυλο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- άμπωτη στα σουηδικά - ebb, ebba, ebben
- άμυαλος στα σουηδικά - huvudlös, brainless, hjärnlösa, dum, KORKAD
- άμυνα στα σουηδικά - försvar, försvars, försvaret
- άναρθρος στα σουηδικά - oartikulerad, oartikulerade, oartikulerat, inarticulate
Τυχαίες λέξεις
Άμυλο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: stärkelse, stärkelsen, av stärkelse
Μεταφράσεις: stärkelse, stärkelsen, av stärkelse