Άμυλο στα ουκρανικά
Μετάφραση: άμυλο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крохмаль, крохмал
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμυλο
άμυλο χημικός τύπος, άμυλο τροφές, άμυλο ασπρόπυργος, άμυλο καλαμποκιού, άμυλο ταπιόκας, άμυλο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άμυλο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- άμπωτη στα ουκρανικά - відливши, відплив, відлив, відливи
- άμυαλος στα ουκρανικά - безглуздий, дурний, безмозгий, безмозкий
- άμυνα στα ουκρανικά - оборонний, оборона, оправдання, оборони
- άναρθρος στα ουκρανικά - невміло, невправно, невиразний, невиразна, невиразне, невиразну
Τυχαίες λέξεις
Άμυλο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: крохмаль, крохмал
Μεταφράσεις: крохмаль, крохмал