Άμυλο στα ουγγρικά

Μετάφραση: άμυλο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feszesség, keményítő, keményítőt, a keményítő
Άμυλο στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άμυλο

άμυλο χημικός τύπος, άμυλο τροφές, άμυλο ασπρόπυργος, άμυλο καλαμποκιού, άμυλο ταπιόκας, άμυλο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, άμυλο στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • άμπωτη στα ουγγρικά - apály, Ebb, hanyatlás, olvasztások, Az olvasztások
  • άμυαλος στα ουγγρικά - esztelen, ostoba, agyatlan, buta, brainless
  • άμυνα στα ουγγρικά - védelem, védekezés, védelmi, védelemhez, a védelmi
  • άναρθρος στα ουγγρικά - artikulálatlan, tagolatlan, artikulátlan, artikulálatlanul, a tagolatlan
Τυχαίες λέξεις
Άμυλο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: feszesség, keményítő, keményítőt, a keményítő