Κείμαι στα γερμανικά
Μετάφραση: κείμαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lage, lügen, unaufrichtigkeit, lüge, liegen, keimai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κείμαι
κείμαι ετυμολογια, κείμαι κλίση, κείμαι αρχικοί χρόνοι, κείμαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, κείμαι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- καύσιμο στα γερμανικά - brennstoff, feuerungsmaterial, kraftstoff, treibstoff, brennmaterial, brennbar, brennbaren, ...
- καύσιμος στα γερμανικά - entflammbar, brennbar, brennbaren, brennbare, brennbarem, brennbares
- κείμενο στα γερμανικά - durchfahrt, durchgang, übergang, gang, Text, Textes, Wortlaut
- κειμήλιο στα γερμανικά - erbstück, Schmuckstück, Juwel, Schmuck, jewel
Τυχαίες λέξεις
Κείμαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: lage, lügen, unaufrichtigkeit, lüge, liegen, keimai
Μεταφράσεις: lage, lügen, unaufrichtigkeit, lüge, liegen, keimai