Κοινοβουλευτικός στα γερμανικά
Μετάφραση: κοινοβουλευτικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
parlamentarisch, parlamentarischen, Parlaments, parlamentarische, parlamentarischer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινοβουλευτικός
κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος πασοκ, κοινοβουλευτικός συνεργάτης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος εδεκ, κοινοβουλευτικός έλεγχος μεσα, κοινοβουλευτικός έλεγχος ορισμος, κοινοβουλευτικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, κοινοβουλευτικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κοιμάμαι στα γερμανικά - schlaf, schlafen, schlummer, Schlaf, Hotels, Ruhe
- κοινά στα γερμανικά - gemeinsam, gewöhnlich, Unterhaus, Mensa, commons, Allmende, Gemeingüter
- κοινοβούλιο στα γερμανικά - abgeordnetenhaus, parlament, Parlament, Parlaments, das Parlament
- κοινοπολιτεία στα γερμανικά - republik, demokratie, staatenbund, nationengemeinschaft, gemeinwesen, Gemeinwesen, Commonwealth, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοινοβουλευτικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: parlamentarisch, parlamentarischen, Parlaments, parlamentarische, parlamentarischer
Μεταφράσεις: parlamentarisch, parlamentarischen, Parlaments, parlamentarische, parlamentarischer