Κοινοβουλευτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: κοινοβουλευτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
parlementair, parlements-, parlementaire, de parlementaire, Parlement
Κοινοβουλευτικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοινοβουλευτικός

κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος πασοκ, κοινοβουλευτικός συνεργάτης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος εδεκ, κοινοβουλευτικός έλεγχος μεσα, κοινοβουλευτικός έλεγχος ορισμος, κοινοβουλευτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοινοβουλευτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κοιμάμαι στα ολλανδικά - maffen, slaap, slapen, de slaap, nachtrust, slaapstand
  • κοινά στα ολλανδικά - gewoonlijk, commons, lagerhuis, het lagerhuis, gemeenschappelijke goederen
  • κοινοβούλιο στα ολλανδικά - volksvertegenwoordiging, parlement, het parlement, Europees Parlement, parliament
  • κοινοπολιτεία στα ολλανδικά - democratie, gemenebest, Commonwealth, de Commonwealth, Gemenebestzaken, gemeenebest
Τυχαίες λέξεις
Κοινοβουλευτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: parlementair, parlements-, parlementaire, de parlementaire, Parlement