Κοινοβουλευτικός στα δανικά

Μετάφραση: κοινοβουλευτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
parlamentarisk, parlamentariske, Parlamentets, den parlamentariske, det parlamentariske
Κοινοβουλευτικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοινοβουλευτικός

κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος πασοκ, κοινοβουλευτικός συνεργάτης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος εδεκ, κοινοβουλευτικός έλεγχος μεσα, κοινοβουλευτικός έλεγχος ορισμος, κοινοβουλευτικός λεξικό γλώσσας δανικά, κοινοβουλευτικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κοιμάμαι στα δανικά - slummer, sove, søvn, sleep, sover
  • κοινά στα δανικά - Commons, overdrev, fælleder, Underhuset
  • κοινοβούλιο στα δανικά - parlament, Parlamentet, Parlamentets
  • κοινοπολιτεία στα δανικά - republik, commonwealth, Samfundet, rigsfællesskabet, statssamfund
Τυχαίες λέξεις
Κοινοβουλευτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: parlamentarisk, parlamentariske, Parlamentets, den parlamentariske, det parlamentariske