Κοινοβουλευτικός στα ιταλικά
Μετάφραση: κοινοβουλευτικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parlamentare, parlamentari, Parlamento, legislatura, del Parlamento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινοβουλευτικός
κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος πασοκ, κοινοβουλευτικός συνεργάτης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος εδεκ, κοινοβουλευτικός έλεγχος μεσα, κοινοβουλευτικός έλεγχος ορισμος, κοινοβουλευτικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, κοινοβουλευτικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κοιμάμαι στα ιταλικά - sonno, dormire, il sonno, del sonno, di sonno
- κοινά στα ιταλικά - abitualmente, popolo, Commons, scorta, comuni, beni comuni
- κοινοβούλιο στα ιταλικά - parlamento, del Parlamento, Parlamento europeo, il parlamento, parlamentari
- κοινοπολιτεία στα ιταλικά - repubblica, del Commonwealth, commonwealth, Comunità, confederazione
Τυχαίες λέξεις
Κοινοβουλευτικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: parlamentare, parlamentari, Parlamento, legislatura, del Parlamento
Μεταφράσεις: parlamentare, parlamentari, Parlamento, legislatura, del Parlamento