Κοινοβουλευτικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κοινοβουλευτικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парламенцкай, Парлямэнцкай, Парляманцкай
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινοβουλευτικός
κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος πασοκ, κοινοβουλευτικός συνεργάτης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος εδεκ, κοινοβουλευτικός έλεγχος μεσα, κοινοβουλευτικός έλεγχος ορισμος, κοινοβουλευτικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κοινοβουλευτικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κοιμάμαι στα λευκορωσικά - сон
- κοινά στα λευκορωσικά - просты, простай, простае, прастой
- κοινοβούλιο στα λευκορωσικά - парламент, парлямэнт
- κοινοπολιτεία στα λευκορωσικά - рэспублiка, садружнасць, садружнасьць, Содружество, супольнасьць
Τυχαίες λέξεις
Κοινοβουλευτικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: парламенцкай, Парлямэнцкай, Парляманцкай
Μεταφράσεις: парламенцкай, Парлямэнцкай, Парляманцкай