Κοινοβουλευτικός στα ρωσικά

Μετάφραση: κοινοβουλευτικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
парламентарный, парламентский, парламентской, Парламентская, парламентские, парламентских
Κοινοβουλευτικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοινοβουλευτικός

κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος πασοκ, κοινοβουλευτικός συνεργάτης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος εδεκ, κοινοβουλευτικός έλεγχος μεσα, κοινοβουλευτικός έλεγχος ορισμος, κοινοβουλευτικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, κοινοβουλευτικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κοιμάμαι στα ρωσικά - усыпление, дрыхнуть, спать, спаньё, проспать, поспать, почить, ...
  • κοινά στα ρωσικά - обычно, обыкновенно, дешево, плохо, просто, простой народ, фонда, ...
  • κοινοβούλιο στα ρωσικά - парламент, парламента, парламенте, парламентом, парламенту
  • κοινοπολιτεία στα ρωσικά - содружество, федерация, республика, демократия, держава, государство, страна, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοινοβουλευτικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: парламентарный, парламентский, парламентской, Парламентская, парламентские, парламентских