Κοινοβουλευτικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: κοινοβουλευτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
парламентський, парламентар, парламентер, парламентської, парламентській, парламентською, парламентську
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινοβουλευτικός
κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος πασοκ, κοινοβουλευτικός συνεργάτης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος εδεκ, κοινοβουλευτικός έλεγχος μεσα, κοινοβουλευτικός έλεγχος ορισμος, κοινοβουλευτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κοινοβουλευτικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κοιμάμαι στα ουκρανικά - спати, німіти, сон
- κοινά στα ουκρανικά - загально, дешево, погано, звичайно, просто, простий народ, простий люд, ...
- κοινοβούλιο στα ουκρανικά - парламент, парламенту
- κοινοπολιτεία στα ουκρανικά - співдружність, держава, державу, республіка, співтовариство, співдружності, Содружество, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοινοβουλευτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: парламентський, парламентар, парламентер, парламентської, парламентській, парламентською, парламентську
Μεταφράσεις: парламентський, парламентар, парламентер, парламентської, парламентській, парламентською, парламентську