Κοινοβουλευτικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: κοινοβουλευτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
parlamentáris, parlamenti, a parlamenti, országgyűlési, képviselői
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινοβουλευτικός
κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος πασοκ, κοινοβουλευτικός συνεργάτης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος εδεκ, κοινοβουλευτικός έλεγχος μεσα, κοινοβουλευτικός έλεγχος ορισμος, κοινοβουλευτικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κοινοβουλευτικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κοιμάμαι στα ουγγρικά - álom, alvás, aludni, alvó, alvási, alvást
- κοινά στα ουγγρικά - köznép, Commons, közös, közvagyon, közjavak
- κοινοβούλιο στα ουγγρικά - parlament, parlamenti, parlamentben, a parlament, parlamentnek
- κοινοπολιτεία στα ουγγρικά - nemzetközösség, Nemzetközösség, Commonwealth, Nemzetközösségi, a Commonwealth, nemzetközösséget
Τυχαίες λέξεις
Κοινοβουλευτικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: parlamentáris, parlamenti, a parlamenti, országgyűlési, képviselői
Μεταφράσεις: parlamentáris, parlamenti, a parlamenti, országgyűlési, képviselői