Οικιστικός στα γερμανικά
Μετάφραση: οικιστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Wohn, Wohnen, Residential
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικιστικός
οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός, οικιστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, οικιστικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- οικισμός στα γερμανικά - abwicklung, ansiedlung, kolonie, besiedlung, abmachung, pflanzung, bereinigung, ...
- οικιστής στα γερμανικά - siedler, ansiedler, Siedler, Settler, Ansiedler
- οικογένεια στα γερμανικά - stammbaum, verwandtschaft, geschlecht, abstammung, haushalt, geblüht, reinrassig, ...
- οικοδέσποινα στα γερμανικά - gastgeberin, hausherrin, messehostess, wirtin, hostess, flugbegleiterin, Gastgeberin, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικιστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: Wohn, Wohnen, Residential
Μεταφράσεις: Wohn, Wohnen, Residential