Οικιστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: οικιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woon-, residentiële, woonwijken, residentieel, Residential
Οικιστικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιστικός

οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός, οικιστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οικιστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οικισμός στα ολλανδικά - volksplanting, plaats, dorp, kolonisatie, akkoord, overeenstemming, nederzetting, ...
  • οικιστής στα ολλανδικά - kolonist, kolonisten, bezinker, settler, bezinkinrichting
  • οικογένεια στα ολλανδικά - huishouding, geboorte, huis, huishouden, geslacht, categorie, afkomst, ...
  • οικοδέσποινα στα ολλανδικά - gastvrouw, hostess, stewardess, waardin
Τυχαίες λέξεις
Οικιστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: woon-, residentiële, woonwijken, residentieel, Residential