Οικιστικός στα νορβηγικά

Μετάφραση: οικιστικός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Residential, bolig, Fritt, boligområde
Οικιστικός στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιστικός

οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός, οικιστικός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, οικιστικός στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • οικισμός στα νορβηγικά - overenskomst, ordning, bygd, landsby, koloni, oppgjør, bosetting, ...
  • οικιστής στα νορβηγικά - nybygger, bunnfellings, nybygg, bosetter, settler
  • οικογένεια στα νορβηγικά - familie, husholdning, slekt, stamtavle, familien, familiens
  • οικοδέσποινα στα νορβηγικά - vertinne, vertinnen, vert
Τυχαίες λέξεις
Οικιστικός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: Residential, bolig, Fritt, boligområde