Οικιστικός στα ιταλικά

Μετάφραση: οικιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
residenziale, residenziali, Residential, Abitazioni, Abitazione
Οικιστικός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιστικός

οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός, οικιστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, οικιστικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • οικισμός στα ιταλικά - villaggio, colonia, paese, accordo, insediamento, soluzione, liquidazione, ...
  • οικιστής στα ιταλικά - colonizzatore, colono, coloni, dei coloni, settler
  • οικογένεια στα ιταλικά - famiglia, familiare, discendenza, la famiglia, di famiglia, famiglie
  • οικοδέσποινα στα ιταλικά - padrona, hostess, padrona di casa, ospite, di hostess
Τυχαίες λέξεις
Οικιστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: residenziale, residenziali, Residential, Abitazioni, Abitazione