Οικιστικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: οικιστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жылы, жылой, жылога, жылай
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικιστικός
οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός, οικιστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, οικιστικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- οικισμός στα λευκορωσικά - пасёлак, мястэчка, вёска, поселок
- οικιστής στα λευκορωσικά - пасяленец
- οικογένεια στα λευκορωσικά - сям'я, семья
- οικοδέσποινα στα λευκορωσικά - гаспадыня, хозяйка
Τυχαίες λέξεις
Οικιστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: жылы, жылой, жылога, жылай
Μεταφράσεις: жылы, жылой, жылога, жылай