Οικιστικός στα τσεχικά

Μετάφραση: οικιστικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obytný, sídelní, Rezidenční, Obytná, Bytový, Pobytová
Οικιστικός στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιστικός

οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός, οικιστικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, οικιστικός στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • οικισμός στα τσεχικά - usazení, odbavení, kolonizace, vyrovnání, urovnání, osada, úmluva, ...
  • οικιστής στα τσεχικά - usazovák, kolonista, osadník, osadníka, osadníkem, osadnická, být usedlíkem
  • οικογένεια στα τσεχικά - dům, rod, rodina, domácí, příbuzenstvo, čeleď, původ, ...
  • οικοδέσποινα στα τσεχικά - hostitelka, hosteska, stevardka, hostesky, hostess, společnice
Τυχαίες λέξεις
Οικιστικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: obytný, sídelní, Rezidenční, Obytná, Bytový, Pobytová