Οικιστικός στα ισπανικά

Μετάφραση: οικιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
residencial, residenciales, Residential, residencial de, viviendas
Οικιστικός στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιστικός

οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός, οικιστικός λεξικό γλώσσας ισπανικά, οικιστικός στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • οικισμός στα ισπανικά - colonia, asentamiento, liquidación, acuerdo, solución, arreglo
  • οικιστής στα ισπανικά - colono, poblador, colonos, los colonos, de colonos
  • οικογένεια στα ισπανικά - casa, linaje, genealogía, familia, casero, hogar, familiar, ...
  • οικοδέσποινα στα ισπανικά - anfitriona, azafata, presentadora, la anfitriona, azafatas
Τυχαίες λέξεις
Οικιστικός στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: residencial, residenciales, Residential, residencial de, viviendas