Οικιστικός στα τούρκικα
Μετάφραση: οικιστικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yerleşim, Konut, bir yerleşim, Residential, Emlak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικιστικός
οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός, οικιστικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, οικιστικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- οικισμός στα τούρκικα - köy, sömürge, koloni, yerleşme, yerleşim, uzlaştırma, bir yerleşim, ...
- οικιστής στα τούρκικα - göçmen, yerleşimci, settler, yerleşimci bir, bir yerleşimci
- οικογένεια στα τούρκικα - sınıf, kategori, nesil, soy, aile, ailesi, ailesinin, ...
- οικοδέσποινα στα τούρκικα - hostes, bir hostes, hostess
Τυχαίες λέξεις
Οικιστικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yerleşim, Konut, bir yerleşim, Residential, Emlak
Μεταφράσεις: yerleşim, Konut, bir yerleşim, Residential, Emlak