Οικιστικός στα εσθονικά

Μετάφραση: οικιστικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elamu-, Elamispinnad, Residential, Elamu, Elamute
Οικιστικός στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιστικός

οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός, οικιστικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, οικιστικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • οικισμός στα εσθονικά - asustus, lahendus, asula, lahendamise, lahenduse, arvelduste, arvelduse
  • οικιστής στα εσθονικά - asunik, uusasunik, asustajast, asuniku, uusasukas, Kolonist
  • οικογένεια στα εσθονικά - majapidamine, sugupuu, suguvõsa, pere, perekond, perekonna, perekonda, ...
  • οικοδέσποινα στα εσθονικά - stjuardess, võõrustaja, perenaine, perenaise, võõrustajanna
Τυχαίες λέξεις
Οικιστικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: elamu-, Elamispinnad, Residential, Elamu, Elamute