Πυροσβέστης στα γερμανικά

Μετάφραση: πυροσβέστης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feuerwehrmann, heizer, feuergefäß, Feuerwehrmann, Feuerwehr
Πυροσβέστης στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροσβέστης

πυροσβέστης γαλλικά, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, επάγγελμα πυροσβέστης, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξη αυτόχειρα, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστης λεξικό γλώσσας γερμανικά, πυροσβέστης στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • πυροβόλησα στα γερμανικά - mutmaßung, drehen, schießen, injektion, schütze, schätzung, vermutung, ...
  • πυροδότηση στα γερμανικά - entzündung, zündung, Zündung, Brennen, Abfeuern, Feuer, Brand
  • πυρόξανθος στα γερμανικά - kastanienbraun, rostbraun, auburn, kastanien
  • πως στα γερμανικά - wie, inwiefern, dass, daß, die
Τυχαίες λέξεις
Πυροσβέστης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: feuerwehrmann, heizer, feuergefäß, Feuerwehrmann, Feuerwehr