Πυροσβέστης στα εσθονικά

Μετάφραση: πυροσβέστης, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kütja, tuletõrjuja, pea tuletõrjuja, firefighter, komplekti tuletõrjuja
Πυροσβέστης στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροσβέστης

πυροσβέστης γαλλικά, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, επάγγελμα πυροσβέστης, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξη αυτόχειρα, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστης λεξικό γλώσσας εσθονικά, πυροσβέστης στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πυροβόλησα στα εσθονικά - lask, löök, kuul, tulistama, tulistada, pildistada, tulista, ...
  • πυροδότηση στα εσθονικά - süttimine, tulistamine, süütamise, põletamise, tulistada, tulistamise
  • πυρόξανθος στα εσθονικά - kastanpruun, Auburn, punakaspruunid, on Auburn, Auburn linnas
  • πως στα εσθονικά - kuidas, kui, et, mis, selle
Τυχαίες λέξεις
Πυροσβέστης στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kütja, tuletõrjuja, pea tuletõrjuja, firefighter, komplekti tuletõrjuja