Πυροσβέστης στα ρωσικά

Μετάφραση: πυροσβέστης, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кочегар, взрывник, пожарник, пожарный, пожарного, пожарных, пожарным
Πυροσβέστης στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροσβέστης

πυροσβέστης γαλλικά, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, επάγγελμα πυροσβέστης, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξη αυτόχειρα, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστης λεξικό γλώσσας ρωσικά, πυροσβέστης στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • πυροβόλησα στα ρωσικά - взнос, кадр, выстрел, укол, дробинка, заряд, стрелок, ...
  • πυροδότηση στα ρωσικά - зажигание, прокаливание, иезуит, воспламенение, запал, вспышка, стрельба, ...
  • πυρόξανθος στα ρωσικά - красновато-коричневый, темно-рыжий, каштановый, золотисто-каштановый, каштановые
  • πως στα ρωσικά - никак, каково, как, что, который
Τυχαίες λέξεις
Πυροσβέστης στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: кочегар, взрывник, пожарник, пожарный, пожарного, пожарных, пожарным