Πυροσβέστης στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: πυροσβέστης, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пожарникар, Пожарникарот
Πυροσβέστης στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροσβέστης

πυροσβέστης γαλλικά, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, επάγγελμα πυροσβέστης, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξη αυτόχειρα, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστης λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πυροσβέστης στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • πυροβόλησα στα σλαβομακεδονικά - пука, пукаат, снимате, фотографира, пука на
  • πυροδότηση στα σλαβομακεδονικά - отпуштање, пукање, отпуштање на, палење, отпуштањето
  • πυρόξανθος στα σλαβομακεδονικά - костенлива, AUBURN, костенливи, костеникава
  • πως στα σλαβομακεδονικά - дека, што, кои, кој, која
Τυχαίες λέξεις
Πυροσβέστης στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пожарникар, Пожарникарот