Πυροσβέστης στα ρουμανικά

Μετάφραση: πυροσβέστης, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pompier, pompieri, de pompier, de pompieri, pompierului
Πυροσβέστης στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροσβέστης

πυροσβέστης γαλλικά, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, επάγγελμα πυροσβέστης, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξη αυτόχειρα, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστης λεξικό γλώσσας ρουμανικά, πυροσβέστης στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • πυροβόλησα στα ρουμανικά - trage, a trage, fotografia, trage cu, trage în
  • πυροδότηση στα ρουμανικά - aprindere, foc, ardere, de ardere, tragere
  • πυρόξανθος στα ρουμανικά - castaniu, Auburn, roscat, roșcat, castanie
  • πως στα ρουμανικά - cum, că, care, faptul că, pe care
Τυχαίες λέξεις
Πυροσβέστης στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: pompier, pompieri, de pompier, de pompieri, pompierului