Πυροσβέστης στα ουκρανικά

Μετάφραση: πυροσβέστης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожежний, пожежник, кочегар, пожежні, пожежна
Πυροσβέστης στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροσβέστης

πυροσβέστης γαλλικά, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, επάγγελμα πυροσβέστης, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξη αυτόχειρα, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πυροσβέστης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πυροβόλησα στα ουκρανικά - переливчастий, випав, зразу, спроба, зношений, стріляти
  • πυροδότηση στα ουκρανικά - сполох, запалювання, запалення, запав, спалах, стрілянина, стрільба, ...
  • πυρόξανθος στα ουκρανικά - каштановий, золотисто-
  • πως στα ουκρανικά - як, що
Τυχαίες λέξεις
Πυροσβέστης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пожежний, пожежник, кочегар, пожежні, пожежна