Πυροσβέστης στα λιθουανικά

Μετάφραση: πυροσβέστης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ugniagesys, gaisrininkas, firefighter, gaisrininkų, ugniagesiai
Πυροσβέστης στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροσβέστης

πυροσβέστης γαλλικά, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, επάγγελμα πυροσβέστης, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξη αυτόχειρα, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πυροσβέστης στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πυροβόλησα στα λιθουανικά - šaudyti, kol, fotografuoti, nušauti
  • πυροδότηση στα λιθουανικά - šaudymas, šaudymo, deginimas, deginantis, degimas
  • πυρόξανθος στα λιθουανικά - kaštono spalvos, Auburn, Tamsiai ruda, kaštoninė, Tamsiai
  • πως στα λιθουανικά - kaip, kad, jog, kurie
Τυχαίες λέξεις
Πυροσβέστης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ugniagesys, gaisrininkas, firefighter, gaisrininkų, ugniagesiai