Πυροσβέστης στα ολλανδικά

Μετάφραση: πυροσβέστης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brandweerman, brandbestrijders, De Brandbestrijder, van de Brandbestrijder, brandbestrijderskerstmis
Πυροσβέστης στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροσβέστης

πυροσβέστης γαλλικά, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, επάγγελμα πυροσβέστης, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξη αυτόχειρα, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πυροσβέστης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πυροβόλησα στα ολλανδικά - schot, gissing, schieten, neerschieten, schiet, te schieten, shoot
  • πυροδότηση στα ολλανδικά - ontsteking, vuren, afvuren, bakken, stoken, het afvuren
  • πυρόξανθος στα ολλανδικά - kastanjebruin, Auburn, kastanjebruine, in Auburn, kastanje
  • πως στα ολλανδικά - hoe, dat, die, dat de, wat
Τυχαίες λέξεις
Πυροσβέστης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: brandweerman, brandbestrijders, De Brandbestrijder, van de Brandbestrijder, brandbestrijderskerstmis