Υπηρέτρια στα γερμανικά
Μετάφραση: υπηρέτρια, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dienstmädchen, diener, Mädchen, Dienstmädchen, Zofe, Maid, Jungfer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπηρέτρια
υπηρέτης πολλών αφεντάδων, υπηρέτρια ονειροκρίτης, σπυριδούλα υπηρέτρια, υπηρέτρια του φίλωνοσ, η υπηρέτρια, υπηρέτρια λεξικό γλώσσας γερμανικά, υπηρέτρια στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- υπηκοότητα στα γερμανικά - nationalität, staatsbürgerschaft, staatsangehörigkeit, Staatsbürgerschaft, Staatsangehörigkeit, Bürgerschaft, Bürger
- υπηρέτης στα γερμανικά - diener, dienstmädchen, Diener, Knecht, Dienerin, Dieners, Knechtes
- υπηρεσία στα γερμανικά - betrieb, mittel, werkzeug, nutzen, büro, service, dienst, ...
- υπηρετώ στα γερμανικά - genügen, dienen, servieren, zu dienen, dient
Τυχαίες λέξεις
Υπηρέτρια στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: dienstmädchen, diener, Mädchen, Dienstmädchen, Zofe, Maid, Jungfer
Μεταφράσεις: dienstmädchen, diener, Mädchen, Dienstmädchen, Zofe, Maid, Jungfer