Υπηρέτρια στα λιθουανικά
Μετάφραση: υπηρέτρια, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarnas, tarnaitė, kambarinė, viena tarnaitė
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπηρέτρια
υπηρέτης πολλών αφεντάδων, υπηρέτρια ονειροκρίτης, σπυριδούλα υπηρέτρια, υπηρέτρια του φίλωνοσ, η υπηρέτρια, υπηρέτρια λεξικό γλώσσας λιθουανικά, υπηρέτρια στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- υπηκοότητα στα λιθουανικά - tautybė, tauta, pilietybė, pilietiškumas, pilietybės, pilietybę, pilietiškumo
- υπηρέτης στα λιθουανικά - tarnas, tarnautojas, tarnautojui, tarnui
- υπηρεσία στα λιθουανικά - būdas, agentūra, tarnyba, paslauga, paslaugos, paslaugų, ir svetur
- υπηρετώ στα λιθουανικά - tarnauti, tarnauja, aptarnauti, tapti, tarnaus
Τυχαίες λέξεις
Υπηρέτρια στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tarnas, tarnaitė, kambarinė, viena tarnaitė
Μεταφράσεις: tarnas, tarnaitė, kambarinė, viena tarnaitė