Υπηρέτρια στα ισλανδικά
Μετάφραση: υπηρέτρια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þjónn, hjú, vinnukona, ambátt, mær, þerna, vinnukonan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπηρέτρια
υπηρέτης πολλών αφεντάδων, υπηρέτρια ονειροκρίτης, σπυριδούλα υπηρέτρια, υπηρέτρια του φίλωνοσ, η υπηρέτρια, υπηρέτρια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υπηρέτρια στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- υπηκοότητα στα ισλανδικά - borgaravitund, ríkisborgararétt, réttindi, ríkisfang, ríkisborgararéttur
- υπηρέτης στα ισλανδικά - þjónn, hjú, þjón, þjónninn, þræll
- υπηρεσία στα ισλανδικά - greiði, þjónusta, Service, þjónustu, þjónustan, Hótelþjónusta
- υπηρετώ στα ισλανδικά - þjóna, að þjóna, þjónað, gegna, starfa
Τυχαίες λέξεις
Υπηρέτρια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þjónn, hjú, vinnukona, ambátt, mær, þerna, vinnukonan
Μεταφράσεις: þjónn, hjú, vinnukona, ambátt, mær, þerna, vinnukonan