Υπηρέτρια στα ουκρανικά
Μετάφραση: υπηρέτρια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прислуга, слуга, службовець, служитель, обслуга, покоївка, горничная
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπηρέτρια
υπηρέτης πολλών αφεντάδων, υπηρέτρια ονειροκρίτης, σπυριδούλα υπηρέτρια, υπηρέτρια του φίλωνοσ, η υπηρέτρια, υπηρέτρια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υπηρέτρια στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- υπηκοότητα στα ουκρανικά - нація, національність, народ, підданство, народе, громадянство, громадянства
- υπηρέτης στα ουκρανικά - обслуга, служитель, службовець, слуга, прислуга, раб, служник
- υπηρεσία στα ουκρανικά - сприяння, послуга, обслуговувати, представництво, бюро, рух, дія, ...
- υπηρετώ στα ουκρανικά - обслуговувати, подавати, подача, служити, бути, слугувати, служитиме
Τυχαίες λέξεις
Υπηρέτρια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: прислуга, слуга, службовець, служитель, обслуга, покоївка, горничная
Μεταφράσεις: прислуга, слуга, службовець, служитель, обслуга, покоївка, горничная