Υπηρέτρια στα τσεχικά
Μετάφραση: υπηρέτρια, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
služebník, sloužící, sluha, pokojská, služka, služebná, komorná, panna
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπηρέτρια
υπηρέτης πολλών αφεντάδων, υπηρέτρια ονειροκρίτης, σπυριδούλα υπηρέτρια, υπηρέτρια του φίλωνοσ, η υπηρέτρια, υπηρέτρια λεξικό γλώσσας τσεχικά, υπηρέτρια στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- υπηκοότητα στα τσεχικά - národnost, občanství, státní občanství, k občanství, státního občanství
- υπηρέτης στα τσεχικά - sloužící, sluha, služebník, služebníkem, zaměstnanec, služebníka
- υπηρεσία στα τσεχικά - kancelář, služba, jednatelství, úřadovna, jednání, podání, činitel, ...
- υπηρετώ στα τσεχικά - pomoci, podávat, posloužit, obsloužit, přinést, obsluhovat, servírovat, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπηρέτρια στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: služebník, sloužící, sluha, pokojská, služka, služebná, komorná, panna
Μεταφράσεις: služebník, sloužící, sluha, pokojská, služka, služebná, komorná, panna