Υπηρέτρια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υπηρέτρια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criada, serpente, servidor, empregado, servente, empregada, camareira, arrumadeira, donzela, de limpeza
Υπηρέτρια στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπηρέτρια

υπηρέτης πολλών αφεντάδων, υπηρέτρια ονειροκρίτης, σπυριδούλα υπηρέτρια, υπηρέτρια του φίλωνοσ, η υπηρέτρια, υπηρέτρια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπηρέτρια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υπηκοότητα στα πορτογαλικά - nacional, nacionalidade, cidadania, a cidadania, da cidadania, de cidadania
  • υπηρέτης στα πορτογαλικά - serpente, empregado, criada, servidor, servente, servo, criado, ...
  • υπηρεσία στα πορτογαλικά - agência, maneira, serviços, repartição, moda, usuário, forma, ...
  • υπηρετώ στα πορτογαλικά - saque, empregado, ajudar, criada, servir, servem, atender, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπηρέτρια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: criada, serpente, servidor, empregado, servente, empregada, camareira, arrumadeira, donzela, de limpeza