Υπηρέτρια στα τούρκικα

Μετάφραση: υπηρέτρια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uşak, hizmetçi, temizlik, hizmetçisi, maid, kız
Υπηρέτρια στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπηρέτρια

υπηρέτης πολλών αφεντάδων, υπηρέτρια ονειροκρίτης, σπυριδούλα υπηρέτρια, υπηρέτρια του φίλωνοσ, η υπηρέτρια, υπηρέτρια λεξικό γλώσσας τούρκικα, υπηρέτρια στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • υπηκοότητα στα τούρκικα - millet, vatandaşlık, yurttaşlık, vatandaşlığı, vatandaşı
  • υπηρέτης στα τούρκικα - uşak, hizmetçi, kulu, hizmetkar, kul
  • υπηρεσία στα τούρκικα - büro, yazıhane, hizmet, servisi, servis, hizmeti, hizmetleri
  • υπηρετώ στα τούρκικα - servis, hizmet, vermektedir, görev, karşılık vermektedir
Τυχαίες λέξεις
Υπηρέτρια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: uşak, hizmetçi, temizlik, hizmetçisi, maid, kız