Άδολος στα δανικά

Μετάφραση: άδολος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
plain, almindeligt, almindelig, klart, sletten
Άδολος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άδολος

άβουλος συνωνυμα, άβουλος συνώνυμο, άβουλος συνώνυμα, άδολος αγγλικά, άδολος λεξικό γλώσσας δανικά, άδολος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • άδειος στα δανικά - tømme, tom, øde, tomme, tomt
  • άδικος στα δανικά - uretfærdige, uretfærdig, uretfærdigt, unrighteous
  • άθελα στα δανικά - uforvarende, ubevidst, uden at vide, uafvidende, uden at vide det
  • άθεος στα δανικά - gudløse, gudløs, gudløst, ugudelige, ugudelig
Τυχαίες λέξεις
Άδολος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: plain, almindeligt, almindelig, klart, sletten